- ξυλοφόριος
- ξυλοφόριος, -ον (Α) [ξυλοφόρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων2. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόριαη εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν ξυλοφορίων ἑορτὴ», Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.